πλευρεκτομία

πλευρεκτομία
η
αφαίρεση πλευράς ή πλευρών του θώρακα: Η φυματίωση συχνά επιβάλλει την πλευρεκτομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλευρεκτομία — η, Ν βλ. πλευρεκτομή …   Dictionary of Greek

  • πλευρεκτομή — και πλευρεκτομία, η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρης πλευράς, σε θωρακοπλαστική, σε εγχειρήσεις τών επινεφριδίων κ.ά. χειρουργικές επεμβάσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”